παιχνιδιάρης

παιχνιδιάρης
και παιγνιδιάρης, -α και -ισσα, -ικο
1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με παιχνίδια, εύθυμος, χωρατατζής
2. αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια, οι ερωτοτροπίες, ερωτύλος («παιχνιδιάρα γυναίκα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι / παιγνίδι + κατάλ. -άρης (πρβλ. κουρελι-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιχνιδιάρης, -α, -ικο — αυτός που αγαπά το παιχνίδι, που παίζει πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλικος — η, ο [μαργιόλης] 1. εύστροφος, πονηρός, πανούργος 2. (ιδίως στον έρωτα) ναζιάρης, παιχνιδιάρης, κατεργάρης (α. «μαργιόλικα μάτια» β. «για δες το το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο», δημ. τραγούδι). επίρρ... μαργιόλικα με μαργιόλικο τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιδιάρης — α, ικο, θηλ. και παιγνιδιάρισσα βλ. παιχνιδιάρης …   Dictionary of Greek

  • παιγνιώδης — ες (Α παιγνιώδης, ῶδες) [παίγνιον] διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.). επίρρ... παιγνιωδώς (Α… …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδιάρικος — και παιγνιδιάρικος, η, ο [παιχνιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα») 2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. επίρρ... παιχνιδιάρικα με παιχνιδιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλης — και ος, α, ικο (λ. βενετ.) 1. κατεργάρης, πανούργος στον έρωτα. 2. ναζιάρης, παιχνιδιάρης: Τον παρέσυρε μια μαργιόλα γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”